- βουβαλίων
- βούβαλιςantelopefem gen pl (epic doric ionic aeolic)βουβάλιονbraceletsneut gen plβουβάλιοςbraceletsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… … Dictionary of Greek
ηλιόκοπρις — (heliocopris). Γένος κολεοπτέρων εντόμων που ζουν στα περιττώματα των βοδιών και των βουβαλιών. Έχει μήκος 7 εκ. και, όπως το γένος άτευχος, σχηματίζει σβώλους από τα περιττώματα των ζώων αυτών, στους οποίους μεταμορφώνεται η προνύμφη. Το γένος… … Dictionary of Greek